φερετροποιείο

φερετροποιείο
το
το εργαστήριο ή το κατάστημα του φερετροποιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φερετροποιείο — το, Ν εργαστήριο και κατάστημα φερετροποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερετροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φερετροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Αστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”